συκομάμμας

συκομάμμας
συκομάμμᾱς , συκομάμμας
poltroon
masc acc pl
συκομάμμᾱς , συκομάμμας
poltroon
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συκομάμμας — ὁ, Α ευήθης, χαζός ή μαμμόθρεφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μάμμη (πρβλ. βλιτο μάμμας)] …   Dictionary of Greek

  • μαμμάκυθος — Μαμμάκυθος, ὁ (Α) 1. (στον Αριστοφ.) κωμική λέξη για ηλιθίους («κεχηνότες Μαμμάκυθοι», Αριστοφ.) 2. ως κύριο όν. Μαμμάκυθος τίτλος έργου τού Πλάτωνος τού Κωμικού ή τού Αρισταγόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη + κυθος (πρβλ. κευθω «κρύβω»). Η λ. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”